- ἐνιστάμενος
- ἐνίστημιputpres part mp masc nom sgἐνίστημιputaor part mid masc nom sgἐνιστά̱μενος , ἐνστάζωdrop infut part mid masc nom sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενίσταμαι — ενιστάμενος, αμτβ. 1. εναντιώνομαι, προβάλλω αντίρρηση σε αξίωση, ισχυρισμό, γνώμη, ενέργεια κτό.: Ενίσταμαι στην απόφαση του συμβουλίου. 2. (νομ.), κάνω ένσταση στο δικαστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)